- αγκύριο
- τομικρή άγκυρα, ιδίως αυτή πάνω στην οποία δένεται η νάρκη που ρίχνεται στη θάλασσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκύριο — το (Αρχιτ.) έτσι χαρακτηρίζονται γενικά όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αγκύρωση* είτε δύο δομικών υλικών μεταξύ τους είτε δύο μερών τού ίδιου υλικού ή τέλος ενός υλικού πάνω σε άλλο … Dictionary of Greek
παραπλωτήρας — ο ναυτ. μεταλλικός πλωτήρας με σχήμα δελφινιού και εφοδιασμένος με κατάλληλα πτερύγια, για να τόν συγκρατούν σταθερά σε βάθος 5 περίπου μέτρων, ο οποίος ρυμουλκείται με συρματόσχοινα από δύο πλοία που πλέουν παράλληλα, ώστε όταν συναντούν το… … Dictionary of Greek